- γόμφος
- γόμφος: wooden nail, peg, pl., Od. 5.248†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
γόμφος — bolt masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόμφος — ο (AM γόμφος) 1. ξύλινο ή μετάλλινο καρφί 2. μικρό κομμάτι ξύλου, σφήνα που χρησιμοποιείται για τη στερέωση κινητών μερών μιας διάταξης νεοελλ. καρφί που χρησιμεύει στη σύνδεση διαφόρων εξαρτημάτων ενός μηχανισμού, βλήτρο* αρχ. σφήνα, πάσσαλος… … Dictionary of Greek
γόμφοι — γόμφος bolt masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόμφοις — γόμφος bolt masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόμφοισι — γόμφος bolt masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόμφοισιν — γόμφος bolt masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόμφον — γόμφος bolt masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόμφου — γόμφος bolt masc gen sg γομφόω fasten with bolts pres imperat act 2nd sg γομφόω fasten with bolts imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόμφους — γόμφος bolt masc acc pl γομφόω fasten with bolts imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόμφων — γόμφος bolt masc gen pl γομφόω fasten with bolts imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) γομφόω fasten with bolts imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόμφῳ — γόμφος bolt masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)